- εμβαδό
- τοο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα, που προκύπτει από τη μέτρηση μιας επιφάνειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκτάπλευρος — οκτάπλευρος, η, ο και οχτάπλευρος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ πλευρές. 2. ως ουσ., οκτάπλευρο, το και οχτάπλευρο, το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ πλευρές: Να βρεθεί το εμβαδό του οχτάπλευρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάγωνο — το επίπεδο γεωμετρικό σχήμα με πέντε πλευρές και γωνίες: Να βρεθεί το εμβαδό του πενταγώνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραπέζιο — το 1. τετράπλευρο γεωμετρικό σχήμα που μόνο δύο απέναντι πλευρές του είναι παράλληλες: Εμβαδό τραπεζίου. 2. γυμναστικό όργανο από δύο σκοινιά που κρέμονται, των οποίων τα ελεύθερα άκρα συνδέονται με ράβδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)